σμῆμα

σμῆμα
σμῆμα, [dialect] Dor. [full] σμᾶμα Theoc.15.30, ατος, τό, ([etym.] σμάω)
A soap, unguent, Antiph.136, Philox.2.40, Theoc. l.c., Aristid.Or.49(25).36; written [full] ζμῆμα PRyl.230.8 (i A.D.), PLond.2.243.23 (iv A.D.); cf.

σμάω 1

fin.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σμῆμα — soap neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμήμα — και δωρ. τ. σμᾱμα, ήματος, τὸ, Α καθετί που χρησιμεύει για καθαρισμό, σαπούνι, απορρυπαντική αλοιφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σμη τού σμῶ* + κατάλ. μα. Ο τ. σμᾶμα της Αλεξανδρινής είναι σχηματισμένος κατά τους δωρ. τ.] …   Dictionary of Greek

  • σμήμασιν — σμῆμα soap neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμήματι — σμῆμα soap neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζμήμα — το (Α ζμῆμα) σμήμα* …   Dictionary of Greek

  • σμάμα — τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. σμῆμα …   Dictionary of Greek

  • σμήγμα — Η λέξη προέρχεται από το ρήμα σμήχω = σφουγγίζω, και σημαίνει το λιπαρό έκκριμα του δέρματος. Σμηγματογόνοι εξάλλου αδένες λέγονται μικροί και κυψελοειδείς αδένες που βρίσκονται διάσπαρτοι στο δέρμα του ανθρώπου και άλλων θηλαστικών. Οι… …   Dictionary of Greek

  • σμήλη — ἡ, Α σμῆμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σμη τού σμῶ* + επίθημα λη (πρβλ. μή λη, τρώγ λη)] …   Dictionary of Greek

  • σμηματοδοκίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) κουτί για τοποθέτηση απορρυπαντικής αλοιφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆμα, ήματος + δοκίς (< δοκος < δέχομαι)] …   Dictionary of Greek

  • σμηματοδόχος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που χρησιμεύει για τοποθέτηση απορρυπαντικής αλοιφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆμα, ήματος + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. σιτο δόχος] …   Dictionary of Greek

  • σμηματοθήκη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) κουτί για τοποθέτηση απορρυπαντικής αλοιφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆμα, ήματος + θήκη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”